Πολιτική, Εξωτερική Πολιτική, Σάτυρα, Σκέψεις, Αποφθέγματα

Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

Αυτό το καλοκαίρι ας μας διχάσει μια κι έξω.

Αυτό το καλοκαίρι ας μας διχάσει μια κι έξω. 
Ας μετρηθούμε για μια φορά αναμεταξύ μας και με το μπόι μας. Κι ας μείνουμε λίγοι. Ας πετάξουμε τις ανέξοδες ιδεολογίες που δεν τις εξαργυρώσαμε ούτε μ’ ένα δράμι ζωής. Ας σκύψουμε εκεί που πρέπει, -εντός, πολύ εντός - να δούμε ποιοι είμαστε. Κι άμα δεν είμαστε, δεν πειράζει πάλι. Ως εκεί φτάσαμε. Μεγάλο κέρδος και η αυτογνωσία.
Κι ας πάει στα τσακίδια η εθνική ενότητα. Κι η "αγία ελληνική οικογένεια" και η "αγνή ελληνική επαρχία" - όλη η ελλάδα μια επαρχία είναι. 
Στα τσακίδια και τα σχολικά βιβλία της ιστορίας, τα οικογενειακά άλμπουμ και τα αραχνιασμένα μυαλά που μεγαλώσανε δίπλα στη φύση, μα η λαχτάρα τους ήταν τα κολώμπαρα της εθνικής. Στα τσακίδια τα παραμύθια περί ομοψυχίας, τα κυριακάτικα ψητά, οι "τίμιες" γυναικούλες και οι "άμεμπτοι" οικογενειάρχες.
Κι ας του αναγνωρίσουμε του ασώτου, ότι μαγκιά του ήτανε που έφυγε, γιατί έφυγε από κει που δεν αγαπήθηκε. Κι άσωτος δεν ήτανε, μα δεν τον έσωνε το λίγο και το ψεύτικο. Κι ας της αναγνωρίσουμε της αγίας οικογενείας, ότι μαθαίνει τα παιδιά την νέα θρησκεία: τον παρτακισμό και το φιλοτομαρισμό. Πως τα μαθαίνει να ξεπουλάνε εύκολα τους φίλους, να ζούνε ζωές ανέραστες και ασυντρόφευτες, να αρκούνται στο τίποτα, να μην κυνηγάνε τα όνειρά τους. Τα μαθαίνει δια του παραδείγματος. Και χάριν της οικογενειακής γαλήνης. Χάριν των δύο, που δεν πρέπει προς θεού να γίνουν ένας κι ένας, αλλά πάντα δύο και ας είναι ολομόναχοι μαζί. Και χάριν της μονοκύτταρης αμοιβάδας που θαρρούν πως είναι οικογένεια και που "ποιός θα σ’ αγαπήσει καλύτερα;" σ’ αυτό τον κόσμο που "ο άγνωστος είναι εχθρός και ο διπλανός μας ξένος;".
Κι ας την "προσκυνήσουμε" την ελληνική επαρχία, με τα τίμια γυναικεία κούτελα, που τους γύρισε το μάτι η "αξιοπρέπεια" και τους μαύρισε την ψυχή η μοναξιά. Που ευλογήθηκαν με παπά και με στεφάνι, να κάνουν παιδιά και να ψήνουν σπανακόπιτες, περιμένοντας τον κουβαλητή να ξεμεθύσει να βρει το δρόμο για το σπίτι. Που απαρνηθήκανε ζωές, ζωές που δε γυρίζουν πίσω, ή που τις ζούνε στα μουλωχτά, γιατί δε μάθανε πως τα κορμιά και οι ψυχές δε θέλουν τριώροφα και Ησαϊα, αλλά αγάπη και αμοιβαιότητα. Που ακούνε τις "συνταγές μαγειρικής" και κλαίνε, γιατί είναι βολικότερο κι ευκολότερο σ’ αυτήν την κοινωνία, να ‘σαι στρογγυλοκαθισμένο θύμα, μα με τιμή και δόξα, παρά να πεις "εγώ θα ζήσω και δε θα σπαταληθώ". Κι ας "βγάλουμε το καπέλο" στα αρσενικά μεγατόνων, που τα μεγαλώσανε τα ωραία και άσπιλα θύματα, που λέγαμε παραπάνω για να γίνουν με τη σειρά τους ωραίοι και νταβραντισμένοι θύτες.
Ας πάνε στα τσακίδια και οι αστοί νοικοκυραίοι, η μικρόνοια και η μικροψυχία τους. Οι καταθέσεις μια ζωής, τα εφάπαξ, οι μισθοί δώδεκα μηνών, οι προίκες τους, τα σεμεδάκια τους, οι φούρνοι μικροκυμάτων, τα ρύζια και τα κουφέτα τους, τα φροντιστήρια και το πιάνο των παιδιών τους, τα χωραφάκια τους, οι συζυγικές κλίνες τους και το σαλόνι ασορτί με τις κουρτίνες. Στα τσακίδια και τα μπιμπελό τους, τα κομμωτήρια δυό φορές το μήνα, οι βαφτίσεις και οι εθνικές επέτειοι τους. Ας πάνε στα τσακίδια οι μοναξιά τους, το λίγο τους, το φτηνό τους, το κενό τους, που το γεμίζουνε με φράγκα, επαγγελματικές επιτυχίες, με τα αριστεία των βλαστών, με ξύδια και πηδήματα και χάπια και κουτσομπολιό, στα τσακίδια και το ένα κομμάτι κρέας που γίνανε και θα μείνουν και που θα βλέπει ο ένας στον άλλο, νυν και αεί και στον αιώνα τον άπαντα.
Στον αγύριστο να πάει το life style, που μας έκανε να πιστέψουμε πως η ζωή είναι πρωτοκλασάτη κότα που πρέπει να ‘χει στυλ, λες κι είναι ποτέ εύκολο να τρως τα μούτρα σου, -μα να τα τρως αληθινά- με χάρη και κομψότις. Εκεί να πάνε όλα τα’ αρσενικά και τα θηλυκά, που μετράνε το μπόι, το δικό τους και των άλλων, με φουσκωμένα πορτοφόλια, business meetings, κοιλιακούς και ραχιαίους, πτυχία και προίκες, σπιτάκια και μαγειρικές ικανότητες, στάσεις του "Κλικ" και Viagra, που μπερδέψανε τον έρωτα με την ματαιοδοξία τους, που τα δώσανε όλα για να ‘ναι fuckable και έμειναν ανέραστοι, χωρίς καν ν’ αντιληφθούν τη διαφορά.
Στα κομμάτια να πάνε και οι μονήρεις, οι ξεροί και άνυδροι, που μια γουλιά χαράς δεν κέρασαν ποτέ τους άλλο πλάσμα, οι εγκιβωτισμένοι, οι στραβωμένοι απ’ τις παρωπίδες τους, οι γαντζωμένοι απ’ τα κεκτημένα τους, όσοι πιστεύουν πως δικαιούνται έστω και μιαν ανάσα παραπάνω σ’ αυτή τη γη, από οποιοδήποτε άλλο πλάσμα, οι αστοί, οι μικροαστοί, οι μεγαλοαστοί, οι προλετάριοι, οι ριζοσπάστες και οι ρεφορμιστές, όσοι χώρεσαν την ύπαρξή τους σε έναν «-ισμό», όσοι φοβούνται ν’ αλλάξουν, φοβούνται να εκτεθούν, φοβούνται να στραπατσαριστούν, να κάνουν λάθη, να βγούνε σκάρτοι, να ντραπούν, να πράξουν συγνώμες, να έχουν μπέσα κι αν δεν έχουν να αποκτήσουν, να φάνε τα μούτρα τους, να εγκαταλείψουν την ασφάλειά τους, να χάσουν το έχειν τους μπας και βρούνε το είναι τους...

Ας πάνε όλοι… ας πάμε όλοι…
Ας πάρουμε και το σκοτάδι και τη σαπίλα που κουβαλάμε…
Ας μείνουν οι απάτριδες και οι ανέστιοι…
Να ξαναβρούν οι λέξεις το νόημα τους…
Η λέξη πατρίδα…
Η λέξη οικογένεια…
Όπου αγαπάς…
Όπου αγαπιέσαι…
Όπου ανθίζεις…
Να μπει λίγο φως…Αυτό το καλοκαίρι…

Δεν υπάρχουν σχόλια: